προσβλητικός

προσβλητικός
η , ό[ν] ' оскорбительный, обидный, задевающий;

προσβλητική συμπεριφορά — оскорбительное поведение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσβλητικός" в других словарях:

  • προσβλητικός — ή, ό, ΝΑ [προσβλητός] νεοελλ. αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια») αρχ. αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον. επίρρ... προσβλητικώς και προσβλητικά Ν με προσβλητικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • προσβλητικός — ή, ό αυτός που προσβάλλει, που θίγει ηθικά: Προσβλητικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • αγγιχτικός — ή, ό [αγγιχτός] προσβλητικός, σκωπτικός …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • εξυβριστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)· [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • εφυβριστήρ — ἐφυβριστήρ, ὁ (Α) [εφυβρίζω] (δ. γρφ. ἐφ ὑβριστήρ) υβριστικός, προσβλητικός («ἐφυβριστῆρας ἰάμβους», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • θεολοίδορος — θεολοίδορος, ον (Α) αυτός που λοιδορεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λοίδορος «προσβλητικός», υποχωρητικός σχηματισμός < λοιδορώ ή λοιδορία] …   Dictionary of Greek

  • καθαπτικός — ή, ό αυτός που καθάπτεται κάποιου, αυτός που προσβάλλει κάποιον, προσβλητικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθάπτομαι «θίγω, προσβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • κακολογία — η (AM κακολογία) [κακολογώ] 1. κακός και προσβλητικός λόγος («ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίας καὶ κακοηθείας ἀδελφά», Πλάτ.) 2. βλασφημία, ύβρις νεοελλ. μσν. κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • λωβήεις — λωβήεις, εσσα, εν (Α) 1. βλαβερός 2. υβριστικός, προσβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τραπεζ ήεις, φθογγ ήεις)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»